- γρῦνος
- γρῦνοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γρυνός — και γρουνός, ο (Α) ξερό ξύλο, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE *greus «καίω, σιγοκαίω»] … Dictionary of Greek
γρυνός — fagot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυνοί — γρυνός fagot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυνῶν — γρυνός fagot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυνόν — γρυνός fagot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρῦνοι — γρῦνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρουνός — ο βλ. γρυνός … Dictionary of Greek